Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τορβάς οι τορβάδες
      γενική του τορβά των τορβάδων
    αιτιατική τον τορβά τους τορβάδες
     κλητική τορβά τορβάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τορβάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική torba < περσική طوربه (tobra, σάκος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τορβάς αρσενικό

  1. σακίδιο πλεκτό ή υφαντό από χοντρό μάλλινο ύφασμα, συνήθως πολύχρωμο, το οποίο κρέμεται στον ώμο για τη μεταφορά τροφίμων στην εργασία ή κατά τη διάρκεια της πεζοπορίας
     συνώνυμα: ταγάρι
  2. σακίδιο με την τροφή των ζώων για τάισμα
     συνώνυμα: ταΐστρα
  3. (μεταφορικά) άξεστος άνθρωπος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία