στράπλες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στράπλες < αγγλική strapless < strap + -less < strope < μέση αγγλική strope / stropp < λατινική stroppus / struppus < αρχαία ελληνική στρόφος (αντιδάνειο) < στρέφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *strebʰ-
Επίθετο
επεξεργασίαστράπλες άκλιτο