stroppus
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- stroppus < αρχαία ελληνική στρόφος < στρέφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαstroppus (la) αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- stroppus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stroppus | stroppī |
γενική | stroppī | stroppōrum |
δοτική | stroppō | stroppīs |
αιτιατική | stroppum | stroppōs |
κλητική | stroppe | stroppī |
αφαιρετική | stroppō | stroppīs |