σκουληκιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκουληκιάζω < μεσαιωνική ελληνική σκωληκιάζω < αρχαία ελληνική σκωληκιῶ[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sku.liˈca.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκου‐λη‐κιά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίασκουληκιάζω
- καλύπτομαι από ή βγάζω σκουλήκια
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκουληκιάζω | σκουλήκιαζα | θα σκουληκιάζω | να σκουληκιάζω | σκουληκιάζοντας | |
β' ενικ. | σκουληκιάζεις | σκουλήκιαζες | θα σκουληκιάζεις | να σκουληκιάζεις | σκουλήκιαζε | |
γ' ενικ. | σκουληκιάζει | σκουλήκιαζε | θα σκουληκιάζει | να σκουληκιάζει | ||
α' πληθ. | σκουληκιάζουμε | σκουληκιάζαμε | θα σκουληκιάζουμε | να σκουληκιάζουμε | ||
β' πληθ. | σκουληκιάζετε | σκουληκιάζατε | θα σκουληκιάζετε | να σκουληκιάζετε | σκουληκιάζετε | |
γ' πληθ. | σκουληκιάζουν(ε) | σκουλήκιαζαν σκουληκιάζαν(ε) |
θα σκουληκιάζουν(ε) | να σκουληκιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκουλήκιασα | θα σκουληκιάσω | να σκουληκιάσω | σκουληκιάσει | ||
β' ενικ. | σκουλήκιασες | θα σκουληκιάσεις | να σκουληκιάσεις | σκουλήκιασε | ||
γ' ενικ. | σκουλήκιασε | θα σκουληκιάσει | να σκουληκιάσει | |||
α' πληθ. | σκουληκιάσαμε | θα σκουληκιάσουμε | να σκουληκιάσουμε | |||
β' πληθ. | σκουληκιάσατε | θα σκουληκιάσετε | να σκουληκιάσετε | σκουληκιάστε | ||
γ' πληθ. | σκουλήκιασαν σκουληκιάσαν(ε) |
θα σκουληκιάσουν(ε) | να σκουληκιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σκουληκιάσει | είχα σκουληκιάσει | θα έχω σκουληκιάσει | να έχω σκουληκιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις σκουληκιάσει | είχες σκουληκιάσει | θα έχεις σκουληκιάσει | να έχεις σκουληκιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει σκουληκιάσει | είχε σκουληκιάσει | θα έχει σκουληκιάσει | να έχει σκουληκιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σκουληκιάσει | είχαμε σκουληκιάσει | θα έχουμε σκουληκιάσει | να έχουμε σκουληκιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε σκουληκιάσει | είχατε σκουληκιάσει | θα έχετε σκουληκιάσει | να έχετε σκουληκιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σκουληκιάσει | είχαν σκουληκιάσει | θα έχουν σκουληκιάσει | να έχουν σκουληκιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκουληκιάζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σκουληκιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας