Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρτούτσο τα καρτούτσα
      γενική του καρτούτσου των καρτούτσων
    αιτιατική το καρτούτσο τα καρτούτσα
     κλητική καρτούτσο καρτούτσα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρτούτσο < (άμεσο δάνειο) βενετική quartuzzo, υποκοριστικό του quarto < λατινική quartus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷeturto- < *kʷetwóres ‎(τέσσερα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καρτούτσο ουδέτερο

  1. παλαιό μέτρο χωρητικότητας υγρών περίπου 460 ml
  2. μεταλλικό κανάτι κρασιού περιεκτικότητας ενός τετάρτου του λίτρου
  3. ποσότητα κρασιού ενός τετάρτου του λίτρου (ή του κιλού)

  Μεταφράσεις επεξεργασία