Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταή < καταής με αποβολή του τελικού [s] < καταγής με αποβολή του μεσοφωνηεντικού [ʝ] < αρχαία ελληνική κατά γῆς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.taˈi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐ή

  Επίρρημα επεξεργασία

καταή

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία