αμασχάλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμασχάλη | οι | αμασχάλες |
γενική | της | αμασχάλης | των | (αμασχαλών) |
αιτιατική | την | αμασχάλη | τις | αμασχάλες |
κλητική | αμασχάλη | αμασχάλες | ||
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αμασχάλη < α- (προτακτικό) + μασχάλη
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμασχάλη θηλυκό
- άλλη μορφή του μασχάλη