μασχάλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μασχάλη | οι | μασχάλες |
γενική | της | μασχάλης | των | (μασχαλών) |
αιτιατική | τη | μασχάλη | τις | μασχάλες |
κλητική | μασχάλη | μασχάλες | ||
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μασχάλη < αρχαία ελληνική μασχάλη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμασχάλη θηλυκό
- (ανατομία) η κοιλότητα που σχηματίζεται στο σημείο που ενώνονται ο κορμός με το εσωτερικό μέρος του βραχίονα και καλύπτεται στους ενηλίκους από τριχοφυΐα.
- (βοτανική) η γωνιώδης θέση στο βλαστό ενός φυτού μεταξύ του φύλλου και του επάνω μέρους του βλαστού.
Εκφράσεις
επεξεργασία- δεν χωράνε δυο καρπούζια σε μια μασχάλη: δεν μπορείς να έχεις περισσότερα από όσα σου επιτρέπουν οι συνθήκες