ασουρές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ασουρές | οι | ασουρέδες |
γενική | του | ασουρέ | των | ασουρέδων |
αιτιατική | τον | ασουρέ | τους | ασουρέδες |
κλητική | ασουρέ | ασουρέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ασουρές αρσενικό ή ασουρέ
- (γαστρονομία) γλυκό που παρασκευάζεται από σπόρους, όσπρια, σιτάρι, ξηρούς καρπούς και φρούτα και σερβίρεται πασπαλισμένο με κανέλα και γαρνιρισμένο με ξηρούς καρπούς