καλτσούνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καλτσούνι | τα | καλτσούνια |
γενική | του | καλτσουνιού | των | καλτσουνιών |
αιτιατική | το | καλτσούνι | τα | καλτσούνια |
κλητική | καλτσούνι | καλτσούνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλτσούνι < μεσαιωνική ελληνική καλτσόνι < ιταλική calzone < calza < δημώδης λατινική * calcea < λατινική calceus (υπόδημα) < calx (φτέρνα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλτσούνι ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλτσούνι
|