Ετυμολογία

επεξεργασία
ουβερτούρα < γαλλική ouverture

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ουβερτούρα θηλυκό

  • αυτόνομη μουσική σύνθεση που ακούγεται συνήθως πριν σηκωθεί η αυλαία, σε μία όπερα ή σε ένα ορατόριο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία