Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουβερτούρα < γαλλική ouverture

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ουβερτούρα θηλυκό

  • αυτόνομη μουσική σύνθεση που ακούγεται συνήθως πριν σηκωθεί η αυλαία, σε μία όπερα ή σε ένα ορατόριο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία