φραπεδάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φραπεδάκι | τα | φραπεδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | φραπεδάκι | τα | φραπεδάκια |
κλητική | φραπεδάκι | φραπεδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φραπεδάκι < φραπές φραπεδ- + υποκοριστικό επίθημα -άκι < γαλλική frappé
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφραπεδάκι ουδέτερο
- (καφές) υποκοριστικό του φραπές
Μεταφράσεις
επεξεργασία φραπεδάκι
|