↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τρολές οι τρολέδες
      γενική του τρολέ των τρολέδων
    αιτιατική τον τρολέ τους τρολέδες
     κλητική τρολέ τρολέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρολές < τρόλεϊ < αγγλική trolley

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρολές αρσενικό

  • το ένα από τα δύο μεταλλικά εξαρτήματα που βρίσκονται στη σκεπή του τρόλεϊ και το συνδέουν με την παροχή του ρεύματος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία