τσουκνίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσουκνίδα < μεσαιωνική ελληνική τσουκνίδα < *ἀκανθοκνίδη[1] < αρχαία ελληνική ἄκανθα + κνίδη
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσουκνίδα θηλυκό
- (φυτό) ονομασία πολλών κοινών αγριόχορτων του γένους Κνίδη (Urtica) τα οποία καλύπτονται από μικροσκοπικές βελόνες με δηλητήριο που ερεθίζει άμεσα το δέρμα του ανθρώπου
- Τὸ θυμητικό μου εἶναι μπαξὲς χορταριασμένος, τὰ μονοπάτια του πνιγμένα μὲς στὴν τσουκνίδα καὶ τὴν ἀγριάδα. (Κοσμάς Πολίτης, Στοῦ Χατζηφράγκου. εκδ. Α. Καραβία, Αθήνα 1963)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- τσουκνίδα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσουκνίδα
|
- ↑ τσουκνίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας