↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσουκνίδα οι τσουκνίδες
      γενική της τσουκνίδας των τσουκνίδων
    αιτιατική την τσουκνίδα τις τσουκνίδες
     κλητική τσουκνίδα τσουκνίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσουκνίδα < μεσαιωνική ελληνική τσουκνίδα < *ἀκανθοκνίδη[1] < αρχαία ελληνική ἄκανθα + κνίδη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσουκνίδα θηλυκό

  • (φυτό) ονομασία πολλών κοινών αγριόχορτων του γένους Κνίδη (Urtica) τα οποία καλύπτονται από μικροσκοπικές βελόνες με δηλητήριο που ερεθίζει άμεσα το δέρμα του ανθρώπου
    Τὸ θυμητικό μου εἶναι μπαξὲς χορταριασμένος, τὰ μονοπάτια του πνιγμένα μὲς στὴν τσουκνίδα καὶ τὴν ἀγριάδα. (Κοσμάς Πολίτης, Στοῦ Χατζηφράγκου. εκδ. Α. Καραβία, Αθήνα 1963)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία