Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγριοτσουκνίδα οι αγριοτσουκνίδες
      γενική της αγριοτσουκνίδας των αγριοτσουκνίδων
    αιτιατική την αγριοτσουκνίδα τις αγριοτσουκνίδες
     κλητική αγριοτσουκνίδα αγριοτσουκνίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγριοτσουκνίδα < μεσαιωνική ελληνική αγριοτσουκνίδα < άγριος + τσουκνίδα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγριοτσουκνίδα θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία