Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τσουκνιδόπιτα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
τσουκνιδόπιτ
α
οι
τσουκνιδόπιτ
ες
γενική
της
τσουκνιδόπιτ
ας
των
τσουκνιδόπιτ
ων
αιτιατική
την
τσουκνιδόπιτ
α
τις
τσουκνιδόπιτ
ες
κλητική
τσουκνιδόπιτ
α
τσουκνιδόπιτ
ες
Κατηγορία
όπως «
αρθρίτιδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τσουκνιδόπιτα
<
τσουκνίδα
+
-ο-
+
πίτα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τσουκνιδόπιτα
θηλυκό
(
γαστρονομία
)
πίτα
με
βασικό
υλικό
την
τσουκνίδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τσουκνιδόπιτα