Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ουρτική οι ουρτικές
      γενική της ουρτικής των ουρτικών
    αιτιατική την ουρτική τις ουρτικές
     κλητική ουρτική ουρτικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουρτική < λατινική urtica

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ουρτική θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία