Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσέτουλα οι τσέτουλες
      γενική της τσέτουλας
    αιτιατική την τσέτουλα τις τσέτουλες
     κλητική τσέτουλα τσέτουλες
Συνήθως στον ενικό. Στις εκφράσεις, πάντα στον ενικό.
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μεσαιωνικές τσέτουλες από την Αγγλία.
 
Αραμαϊκή τσέτουλα από την Βακτρία, 4ος αιώνας π.Χ.

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσέτουλα: πιθανό αντιδάνειο < (άμεσο δάνειο) βενετική cetola / zetola (ιταλικά cedola) < υστερολατινική schedula υποκοριστικό για την λατινική scheda / scida (φύλλο χαρτιού, παπύρου) < ελληνιστική κοινή σχίδα (σχίζα, πελεκούδι) < αρχαία ελληνική σχίζω Ή κατά μία άποψη, το λατινικό scida < θέμα ρήματος scindere (σκίζω, χωρίζω), οπότε το τσέτουλα δεν έχει ελληνική αρχή, αλλά έγινε παρασύνδεση προς το σχίδα. Στα ιταλικά (και στις ιταλικές διαλέκτους[1]) αποκτά τη σημασία: φύλλο χαρτιού ή ξύλου όπου σημείωνε ο καταστηματάρχης τις οφειλές των πελατών.[2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈt͡se.tu.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσέ‐του‐λα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσέτουλα θηλυκό

  1. κομμάτι ξύλου όπου χάραζαν με εγκοπές τις αγορές επί πιστώσει, τα χρέη των πελατών [3] [4] [2]
    → δείτε τις σημειώσεις Κάτου για την έκφραση αφήνω τσέτουλα
    ※  Ἐάν τὰ σύμβολα καὶ αἱ ἐγκοπίδες δὲν συμφωνοῦν μετ’ ἀλλήλων […] Εάν εἷς τῶν διαδίκων δὲν θέλῃ νὰ ἐπιδείξῃ τὸ ξύλον του, ἔχει ἰσχὺν τὸ ἐπιδειχθέν. […] Σύμβολον καὶ ἐγκοπίς εἶναι ἡ γνωστὴ εἰς τοὺς ἀρτοπώλας καὶ λαχανοπώλας τσέτουλα -ὅταν τὰ δύο τεμάχια δὲν συμφωνοῦν, τότε ἡ νόθευσις εἶναι φανερά
    Δικαστική πρακτική επί της πολιτικής δικονομίας, εκδ. 3η, Πάτρα, 1884, σελ. 201-202 [3]
  2. (λαϊκότροπο) σημάδι, κοψιά,[5] εγκοπή (για λογιστική χρήση, για τήρηση λογαριασμών) [6]
  3. (λαϊκότροπο) αγορά με πίστωση·[1] λογαριασμός [7]

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

τσέτουλα

  1. χωρίς πληρωμή, χωρίς να πληρώσω, δωρεάν (το ουσιαστικό τσέτουλα ως επίρρημα) [1])
     συνώνυμα: σελέμικα [3]
  2. (μεταφορικά) χάλια (από οικονομική άποψη) [4]

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 «τσέτουλα» [χωρ.πλ] (χωρίς πληθυντικό) Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. 2,0 2,1 «τσέτουλα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. 3,0 3,1 τσέτουλα σελ.7326 -  Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
    ※  δημ. (δημοτική) ξυλάριον εφ' ου εσημειούντο παλαιότερον δι' εγκοπών αι επί πιστώσει ισόποσοι απολήψεις τροφίμων, οίον άρτου, γάλακτος, κ.τ.τ. || φρ. έκοψα τσέτουλα δεν επλήρωσα το αντίτιμον προμηθείας ή αμοιβήν εργασίας || φρ. με την τσέτουλα τα 'μαθε τα γράμματα (επί των αστοιχειώτων) || και εν επιρρ.[ηματικῇ] χρ.[ήσει] τσέτουλα άνευ πληρωμής, σελέμικα [μεταγραφή σε μονοτονικό]
  4. 4,0 4,1 τσέτουλα pdfΚάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'τσέτουλα'.
  5. Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά. Τέχνες και σύνεργα (Αθήνα: Τυπογραφείο «Εστία», 1931), σ. 190. Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη· πρόσβαση: 2023-01-10.
  6. Θεολόγος Βοσταντζόγλου (²1962), Αντιλεξικόν ή ονομαστικόν της νεοελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση, σελ. 426.
  7. Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά, σ. 122.
  8. 8,0 8,1 Δημήτριος Γουζέλης (1774-1843), Ο Χάσης (Το τζάκωμα και το φτιάσιμον), κριτική έκδοση - επιμέλεια: Ζήσιμος Χ. Συνοδινός (Αθήνα: Ωκεανίδα, 1997), σ. 46.
  9. Πολιτική Δικονομία, Βασιλικό Τυπογραφείο, Εν Ναυπλίω, 1834, σελ. 216 [1]
  10. Δικαστική πρακτική επί της πολιτικής δικονομίας, εκδ. 3η, Πάτρα, 1884, σελ. 201-202 [2]