με την τσέτουλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me‿tin‿ˈd͡zetula/ & /me‿ti‿ˈd͡zetula/
Έκφραση
επεξεργασίαμε την τσέτουλα
- (αργκό) μάταια, χωρίς αντίκρυσμα, χωρίς αποτέλεσμα (για ανθρώπους που δεν έχουν μάθει, δεν έχουν γνώσεις, είναι αστοιχείωτοι)
- ※ με την τσέτουλα τα 'μαθε τα γράμματα (επί των αστοιχειώτων) (λήμμα «τσέτουλα» στο Λεξικό Δημητράκου [μεταγραφή σε μονοτονικό] [1]
Μεταφράσεις
επεξεργασία με την τσέτουλα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .