Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μένω τσέτουλα → δείτε τις λέξεις μένω και τσέτουλα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmeno ˈt͡setula/

  Έκφραση επεξεργασία

μένω τσέτουλα συνήθως στον αόριστο: έμεινα τσέτουλα

  1. (αργκό) μένω άφραγκος
     συνώνυμα: μένω ταπί, ταπί και ψύχραιμος
  2. (αργκό, μεταφορικά) μένω έκπληκτος, κατάπληκτος
    ※  Μόλις είδα το γιο να βάζει χέρι στο ταμείο του πατέρα του, έμεινα τσέτουλα. (από το Λεξικό Κάτου)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία