Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τραμπάκουλο τα τραμπάκουλα
      γενική του τραμπάκουλου των τραμπάκουλων
    αιτιατική το τραμπάκουλο τα τραμπάκουλα
     κλητική τραμπάκουλο τραμπάκουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τραμπάκουλο < (άμεσο δάνειο) βενετική trabacolo[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τραμπάκουλο ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος) είδος πλοίου της Αδριατικής Θάλασσας με δύο κατάρτια
  2. (μεταφορικά) παλιό, αργό και κακοδιατηρημένο καράβι
    (συνεκδοχικά) εύσωμη και δυσκίνητη γυναίκα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Αναφορές επεξεργασία