Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σουρουκλεμές οι σουρουκλεμέδες
      γενική του σουρουκλεμέ των σουρουκλεμέδων
    αιτιατική τον σουρουκλεμέ τους σουρουκλεμέδες
     κλητική σουρουκλεμέ σουρουκλεμέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σουρουκλεμές < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική سوروكلمك (τραβάω, μεταφέρω), τουρκική sürüklemek (σέρνω, σέρνομαι, κάνω άσκημη ζωή)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /su.ru.kleˈmes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σου‐ρου‐κλε‐μές

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σουρουκλεμές αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία