σισανές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σισανές | οι | σισανέδες |
γενική | του | σισανέ | των | σισανέδων |
αιτιατική | τον | σισανέ | τους | σισανέδες |
κλητική | σισανέ | σισανέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σισανές < οθωμανική τουρκική şişhane < περσική ششخانه (shesh-xāna)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σισανές αρσενικό
- εμπροσθογεμές ραβδωτό οθωμανικό τουφέκι με εξάγωνη κάννη
Μεταφράσεις επεξεργασία
σισανές
|