Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μουρόχαυλος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.3
Συγγενικά
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μουρόχαυλ
ος
η
μουρόχαυλ
η
το
μουρόχαυλ
ο
γενική
του
μουρόχαυλ
ου
της
μουρόχαυλ
ης
του
μουρόχαυλ
ου
αιτιατική
τον
μουρόχαυλ
ο
τη
μουρόχαυλ
η
το
μουρόχαυλ
ο
κλητική
μουρόχαυλ
ε
μουρόχαυλ
η
μουρόχαυλ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μουρόχαυλ
οι
οι
μουρόχαυλ
ες
τα
μουρόχαυλ
α
γενική
των
μουρόχαυλ
ων
των
μουρόχαυλ
ων
των
μουρόχαυλ
ων
αιτιατική
τους
μουρόχαυλ
ους
τις
μουρόχαυλ
ες
τα
μουρόχαυλ
α
κλητική
μουρόχαυλ
οι
μουρόχαυλ
ες
μουρόχαυλ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μουρόχαυλος
<
μωρός
+
χαυνόω
, αρχική μορφή: (
παρωχημένο
) μωρόχαυλος
Επίθετο
επεξεργασία
μουρόχαυλος, -η, -ο
νωθρός
Συγγενικά
επεξεργασία
μουροχαυλιάζω