φτερούγα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φτερούγα < μεσαιωνική λεξη πτερούγα, μεγεθυντικό της λέξης πτερούγι < πτερύγιο < αρχαία ελληνική η πτέρυξ της πτέρυγος
Ουσιαστικό επεξεργασία
φτερούγα θηλυκό
- όργανο των πουλερικών, των πουλιών και των εντόμων που τους επιτρέπει να πετούν