Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπουζούκι τα μπουζούκια
      γενική του μπουζουκιού των μπουζουκιών
    αιτιατική το μπουζούκι τα μπουζούκια
     κλητική μπουζούκι μπουζούκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ένα τετράχορδο μπουζούκι

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μπουζούκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική bozuk (Από τη φράση bozuk düzen=χαλασμένο χόρδισμα[1])

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /buˈzu.ci/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

μπουζούκι ουδέτερο

  1. (μουσικό όργανο) έγχορδο μουσικό όργανο με τρεις ή τέσσερις διπλές χορδές
  2. (στον πληθ.) μπουζούκια: ορχήστρα που περιέχει ως σολιστικό όργανο το μπουζούκι
  3. (στον πληθ.) μπουζούκια: το νυχτερινό κέντρο διασκέδασης
     συνώνυμα: μπουζουξίδικο, σκυλάδικο
    θέλω στα μπουζούκια απόψε να με πας (από λαϊκό τραγούδι)
  4. (μεταφορικά) άνθρωπος βλάκας

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΣύνθεταΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία