καρυδότσουφλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρυδότσουφλο < μεσαιωνική ελληνική καρυδότσουφλον < καρύδι + τσόφλι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρυδότσουφλο ουδέτερο
- ο σκληρός φλοιός του καρυδιού, το τσόφλι του
- (μεταφορικά) το παλιό καράβι ή η μικρή βάρκα· (κατ’ επέκταση) κάθε επισφαλές πλωτό μέσο
- το κύμα τίναζε το καράβι σαν καρυδότσουφλο