κουκούδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουκούδι | τα | κουκούδια |
γενική | του | κουκουδιού | των | κουκουδιών |
αιτιατική | το | κουκούδι | τα | κουκούδια |
κλητική | κουκούδι | κουκούδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κουκούδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουκούδι(ν) < *κοκκούδιον (υποκοριστικό) < αρχαία ελληνική κόκκος [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kuˈku.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐κού‐δι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουκούδι ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κουκούδι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κουκούδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουκούδι ουδέτερο
- άλλη μορφή του κουκούδιν