Δείτε επίσης: σβάρα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σβάρνα οι σβάρνες
      γενική της σβάρνας των σβαρνών
    αιτιατική τη σβάρνα τις σβάρνες
     κλητική σβάρνα σβάρνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
σβάρνα (1) για τρακτέρ

  Ετυμολογία επεξεργασία

σβάρνα < μεσαιωνική ελληνική σβάρνα < σλαβικής προέλευσης barna (με προσθήκη, μπροστά, του τελικού σίγμα από το άρθρο: της βάρνας) < πρωτοσλαβική borna < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰorh₃neh₂ < *bʰerh₃- ‎(χτυπώ με κάτι αιχμηρό) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σβάρνα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία