σβάρνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σβάρνα | οι | σβάρνες |
γενική | της | σβάρνας | των | σβαρνών |
αιτιατική | τη | σβάρνα | τις | σβάρνες |
κλητική | σβάρνα | σβάρνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σβάρνα < μεσαιωνική ελληνική σβάρνα < σλαβικής προέλευσης barna (με προσθήκη, μπροστά, του τελικού σίγμα από το άρθρο: της βάρνας) < πρωτοσλαβική borna < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰorh₃neh₂ < *bʰerh₃- (χτυπώ με κάτι αιχμηρό) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σβάρνα θηλυκό