σβαρνώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σβαρνώ < μεσαιωνική ελληνική σβαρνώ < σβάρνα + -ω
Ρήμα
επεξεργασίασβαρνώ
- άλλη μορφή του σβαρνίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σβαρνάω - σβαρνώ | σβαρνούσα | θα σβαρνάω - σβαρνώ | να σβαρνάω - σβαρνώ | σβαρνώντας | |
β' ενικ. | σβαρνάς | σβαρνούσες | θα σβαρνάς | να σβαρνάς | σβάρνα - σβάρναγε | |
γ' ενικ. | σβαρνάει - σβαρνά | σβαρνούσε | θα σβαρνάει - σβαρνά | να σβαρνάει - σβαρνά | ||
α' πληθ. | σβαρνάμε - σβαρνούμε | σβαρνούσαμε | θα σβαρνάμε - σβαρνούμε | να σβαρνάμε - σβαρνούμε | ||
β' πληθ. | σβαρνάτε | σβαρνούσατε | θα σβαρνάτε | να σβαρνάτε | σβαρνάτε | |
γ' πληθ. | σβαρνάν(ε) - σβαρνούν(ε) | σβαρνούσαν(ε) | θα σβαρνάν(ε) - σβαρνούν(ε) | να σβαρνάν(ε) - σβαρνούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σβάρνησα | θα σβαρνήσω | να σβαρνήσω | σβαρνήσει | ||
β' ενικ. | σβάρνησες | θα σβαρνήσεις | να σβαρνήσεις | σβάρνα - σβάρνησε | ||
γ' ενικ. | σβάρνησε | θα σβαρνήσει | να σβαρνήσει | |||
α' πληθ. | σβαρνήσαμε | θα σβαρνήσουμε | να σβαρνήσουμε | |||
β' πληθ. | σβαρνήσατε | θα σβαρνήσετε | να σβαρνήσετε | σβαρνήστε | ||
γ' πληθ. | σβάρνησαν σβαρνήσαν(ε) |
θα σβαρνήσουν(ε) | να σβαρνήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σβαρνήσει | είχα σβαρνήσει | θα έχω σβαρνήσει | να έχω σβαρνήσει | ||
β' ενικ. | έχεις σβαρνήσει | είχες σβαρνήσει | θα έχεις σβαρνήσει | να έχεις σβαρνήσει | ||
γ' ενικ. | έχει σβαρνήσει | είχε σβαρνήσει | θα έχει σβαρνήσει | να έχει σβαρνήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σβαρνήσει | είχαμε σβαρνήσει | θα έχουμε σβαρνήσει | να έχουμε σβαρνήσει | ||
β' πληθ. | έχετε σβαρνήσει | είχατε σβαρνήσει | θα έχετε σβαρνήσει | να έχετε σβαρνήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σβαρνήσει | είχαν σβαρνήσει | θα έχουν σβαρνήσει | να έχουν σβαρνήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία σβαρνώ
|