σβαρνίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σβαρνίζω < μεσαιωνική ελληνική σβαρν(ῶ) + μεταπλασμός σε -ίζω [1] Μορφολογικά, σβάρν(α) + -ίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zvaɾˈni.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σβαρ‐νί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίασβαρνίζω, αόρ.: σβάρνισα, παθ.φωνή: σβαρνίζομαι, π.αόρ.: σβαρνίστηκα, μτχ.π.π.: σβαρνισμένος
- δουλεύω το χώμα με σβάρνα, θρυμματίζοντας τους σβώλους
- ⮡ Πάω να σβαρνίσω το χωράφι για να φυτέψω τις ντομάτες.
- (μεταφορικά) παίρνω σβάρνα
- ⮡ Χάλασαν τα φρένα του αυτοκινήτου και σβάρνισε έναν κάδο ανακύκλωσης.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- καλοσβαρνίζω, καλοσβαρνίζομαι
- καλοσβαρνισμένος
- σβαρνισμένος
- → δείτε τη λέξη σβάρνα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σβαρνίζω | σβάρνιζα | θα σβαρνίζω | να σβαρνίζω | σβαρνίζοντας | |
β' ενικ. | σβαρνίζεις | σβάρνιζες | θα σβαρνίζεις | να σβαρνίζεις | σβάρνιζε | |
γ' ενικ. | σβαρνίζει | σβάρνιζε | θα σβαρνίζει | να σβαρνίζει | ||
α' πληθ. | σβαρνίζουμε | σβαρνίζαμε | θα σβαρνίζουμε | να σβαρνίζουμε | ||
β' πληθ. | σβαρνίζετε | σβαρνίζατε | θα σβαρνίζετε | να σβαρνίζετε | σβαρνίζετε | |
γ' πληθ. | σβαρνίζουν(ε) | σβάρνιζαν σβαρνίζαν(ε) |
θα σβαρνίζουν(ε) | να σβαρνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σβάρνισα | θα σβαρνίσω | να σβαρνίσω | σβαρνίσει | ||
β' ενικ. | σβάρνισες | θα σβαρνίσεις | να σβαρνίσεις | σβάρνισε | ||
γ' ενικ. | σβάρνισε | θα σβαρνίσει | να σβαρνίσει | |||
α' πληθ. | σβαρνίσαμε | θα σβαρνίσουμε | να σβαρνίσουμε | |||
β' πληθ. | σβαρνίσατε | θα σβαρνίσετε | να σβαρνίσετε | σβαρνίστε | ||
γ' πληθ. | σβάρνισαν σβαρνίσαν(ε) |
θα σβαρνίσουν(ε) | να σβαρνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σβαρνίσει | είχα σβαρνίσει | θα έχω σβαρνίσει | να έχω σβαρνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σβαρνίσει | είχες σβαρνίσει | θα έχεις σβαρνίσει | να έχεις σβαρνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει σβαρνίσει | είχε σβαρνίσει | θα έχει σβαρνίσει | να έχει σβαρνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σβαρνίσει | είχαμε σβαρνίσει | θα έχουμε σβαρνίσει | να έχουμε σβαρνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σβαρνίσει | είχατε σβαρνίσει | θα έχετε σβαρνίσει | να έχετε σβαρνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σβαρνίσει | είχαν σβαρνίσει | θα έχουν σβαρνίσει | να έχουν σβαρνίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σβαρνίζομαι | σβαρνιζόμουν(α) | θα σβαρνίζομαι | να σβαρνίζομαι | ||
β' ενικ. | σβαρνίζεσαι | σβαρνιζόσουν(α) | θα σβαρνίζεσαι | να σβαρνίζεσαι | ||
γ' ενικ. | σβαρνίζεται | σβαρνιζόταν(ε) | θα σβαρνίζεται | να σβαρνίζεται | ||
α' πληθ. | σβαρνιζόμαστε | σβαρνιζόμαστε σβαρνιζόμασταν |
θα σβαρνιζόμαστε | να σβαρνιζόμαστε | ||
β' πληθ. | σβαρνίζεστε | σβαρνιζόσαστε σβαρνιζόσασταν |
θα σβαρνίζεστε | να σβαρνίζεστε | (σβαρνίζεστε) | |
γ' πληθ. | σβαρνίζονται | σβαρνίζονταν σβαρνιζόντουσαν |
θα σβαρνίζονται | να σβαρνίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σβαρνίστηκα | θα σβαρνιστώ | να σβαρνιστώ | σβαρνιστεί | ||
β' ενικ. | σβαρνίστηκες | θα σβαρνιστείς | να σβαρνιστείς | σβαρνίσου | ||
γ' ενικ. | σβαρνίστηκε | θα σβαρνιστεί | να σβαρνιστεί | |||
α' πληθ. | σβαρνιστήκαμε | θα σβαρνιστούμε | να σβαρνιστούμε | |||
β' πληθ. | σβαρνιστήκατε | θα σβαρνιστείτε | να σβαρνιστείτε | σβαρνιστείτε | ||
γ' πληθ. | σβαρνίστηκαν σβαρνιστήκαν(ε) |
θα σβαρνιστούν(ε) | να σβαρνιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σβαρνιστεί | είχα σβαρνιστεί | θα έχω σβαρνιστεί | να έχω σβαρνιστεί | σβαρνισμένος | |
β' ενικ. | έχεις σβαρνιστεί | είχες σβαρνιστεί | θα έχεις σβαρνιστεί | να έχεις σβαρνιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει σβαρνιστεί | είχε σβαρνιστεί | θα έχει σβαρνιστεί | να έχει σβαρνιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σβαρνιστεί | είχαμε σβαρνιστεί | θα έχουμε σβαρνιστεί | να έχουμε σβαρνιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε σβαρνιστεί | είχατε σβαρνιστεί | θα έχετε σβαρνιστεί | να έχετε σβαρνιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σβαρνιστεί | είχαν σβαρνιστεί | θα έχουν σβαρνιστεί | να έχουν σβαρνιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι σβαρνισμένος - είμαστε, είστε, είναι σβαρνισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν σβαρνισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν σβαρνισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι σβαρνισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι σβαρνισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι σβαρνισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι σβαρνισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σβαρνίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας