σβαρνίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zvaɾˈni.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σβαρ‐νί‐ζο‐μαι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίασβαρνίζομαι, π.αόρ.: σβαρνίστηκα, μτχ.π.π.: σβαρνισμένος
- παθητική φωνή του ρήματος σβαρνίζω
σβαρνίζομαι, π.αόρ.: σβαρνίστηκα, μτχ.π.π.: σβαρνισμένος