Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ασβάρνιστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ασβάρνιστ
ος
η
ασβάρνιστ
η
το
ασβάρνιστ
ο
γενική
του
ασβάρνιστ
ου
της
ασβάρνιστ
ης
του
ασβάρνιστ
ου
αιτιατική
τον
ασβάρνιστ
ο
την
ασβάρνιστ
η
το
ασβάρνιστ
ο
κλητική
ασβάρνιστ
ε
ασβάρνιστ
η
ασβάρνιστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ασβάρνιστ
οι
οι
ασβάρνιστ
ες
τα
ασβάρνιστ
α
γενική
των
ασβάρνιστ
ων
των
ασβάρνιστ
ων
των
ασβάρνιστ
ων
αιτιατική
τους
ασβάρνιστ
ους
τις
ασβάρνιστ
ες
τα
ασβάρνιστ
α
κλητική
ασβάρνιστ
οι
ασβάρνιστ
ες
ασβάρνιστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ασβάρνιστος
<
α-
+
σβαρνίζω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
ασβάρνιστος, -η, -ο
που δεν έχει
σβαρνιστεί
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
σβάρνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ασβάρνιστος