σβαρνιάρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σβαρνιάρης < σβαρνί(ζω) + -άρης
Ουσιαστικό επεξεργασία
σβαρνιάρης αρσενικό (θηλυκό: σβαρνιάρα)
- (μειωτικό) (λαϊκότροπο) άνθρωπος νωχελικός κι αδέξιος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σβάρνα
Μεταφράσεις επεξεργασία
σβαρνιάρης
|