Δείτε επίσης: σουρτούκω
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σουρτούκο τα σουρτούκα
      γενική του σουρτούκου των σουρτούκων
    αιτιατική το σουρτούκο τα σουρτούκα
     κλητική σουρτούκο σουρτούκα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σουρτούκο < (άμεσο δάνειο) βενετική sortu (γυναικείο πανωφόρι) < γαλλική surtout [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /suɾˈtu.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σουρ‐τού‐κο
ομόηχο: σουρτούκω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σουρτούκο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία