σουρτούκα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σουρτούκα | οι | σουρτούκες |
γενική | της | σουρτούκας | — | |
αιτιατική | τη | σουρτούκα | τις | σουρτούκες |
κλητική | σουρτούκα | σουρτούκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σουρτούκα < σουρτούκης + κατάληξη θηλυκού -α
Ουσιαστικό επεξεργασία
σουρτούκα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) θηλυκό του σουρτούκης
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σουρτούκης
Μεταφράσεις επεξεργασία
σουρτούκα
|