πουρνό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πουρνό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πουρνό[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /puɾˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πουρ‐νό
Ουσιαστικό επεξεργασία
πουρνό ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
πουρνό
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πουρνό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας