Βένιζα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βένιζα | οι | Βένιζες |
γενική | της | Βένιζας | των | Βενιζών |
αιτιατική | τη | Βένιζα | τις | Βένιζες |
κλητική | Βένιζα | Βένιζες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βένιζα < (άμεσο δάνειο) αρβανίτικη venizë[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈve.ni.za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βέ‐νι‐ζα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βένιζα θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Αθηνά: σύγγραμμα περιοδικόν της Εν Αθήναις Επιστημονικής Εταιρείας (1928), Αθήνα, σελ. 142