Βέντζος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βέντζος | οι | Βέντζοι |
γενική | του | Βέντζου | των | Βέντζων |
αιτιατική | τον | Βέντζο | τους | Βέντζους |
κλητική | Βέντζο | Βέντζοι | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βέντζος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈven.d͡zos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βέν‐τζος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒέντζος αρσενικό
- νησίδα του Αργοσαρωνικού, άλλη μορφή του Βένιζα
- → δείτε και τη λέξη Βέντζα