κουραμπιεδάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουραμπιεδάκι | τα | κουραμπιεδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κουραμπιεδάκι | τα | κουραμπιεδάκια |
κλητική | κουραμπιεδάκι | κουραμπιεδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κουραμπιεδάκι < (κουραμπιές), κουραμπιεδ- + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ku.ɾa.bʝeˈða.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐ρα‐μπιε‐δά‐κι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουραμπιεδάκι ουδέτερο
- (γλυκό) υποκοριστικό του κουραμπιές
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουραμπιεδάκι
|