Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐρεύγομαι < λείπει η ετυμολογία

ἐρεύγομαι

  1. ρεύομαι
  2. (για τη θάλασσα) ξεσπώ σε κύματα και αφρούς επί την ξηρά, αφρίζω και χτυπώ πάνω στα βράχια
  3. (για ηφαίστειο και ποτάμια) εκβάλλω από το στόμιο με ορμή, ξερνώ, εκτινάσσω, ξεχύνω
  4. (για ποτάμια) χύνομαι, εκβάλλω
  5. εκστομίζω, μιλώ μεγαλόφωνα, αποκαλύπτω
    Ἀνοίξω τὸ στόμα μου καὶ πληρωθήσεται πνεύματος καὶ λόγον ἐρεύξομαι, τῇ βασιλίδι Μητρί· καὶ ὀφθήσομαι, φαιδρῶς πανηγυρίζων καὶ ᾄσω γηθόμενος ταύτης τὰ θαύματα.
    Θα ανοίξω το στόμα μου και θα γεμίσει από θεϊκό πνεύμα και θα αποκαλύψω τον λόγο του Θεού, χάρη στη βασιλική Μητέρα· και θα φανώ φαιδρός πανηγυριστής και θα τραγουδήσω τα θαύματά της.