ξεχύνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεχύνω < μεσαιωνική ελληνική ἐκχύνω < αρχαία ελληνική ἐκχέω
Ρήμα
επεξεργασίαξεχύνω
- πλημμυρίζω με κάτι
- ...Βλέπω τη θέληση της νύχτας να ξεχύνει τ' άστρα - Τη θέληση της μέρας να κορφολογάει τη γη (Οδυσσέας Ελύτης, Σώμα του καλοκαιριού)
- βγάζω από μέσα μου με ορμή
- Ξανοίγει γλήγορο άλογο στήν άκρη από τον κάμπο. Γλυστράει στό χιόνι το στρωτό, σαν η αστραπή στά νέφια. Κ' ένα ψηλό χλημίντρισμα βολαίς-βολαίς ξεχύνει
→ δείτε τη λέξη ξεχύνομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεχύνω
|