ρεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρεύομαι < αρχαία ελληνική ἐρεύγομαι
Ρήμα
επεξεργασίαρεύομαι, πρτ.: ρευόμουν, στ.μέλλ.: θα ρευτώ, αόρ.: ρεύτηκα
- αποβάλλω θορυβωδώς από το λάρυγγα και το στόμα αέρια του στομάχου
- μη ρεύεσαι μπροστά σε όλον τον κόσμο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ρεύομαι | ρευόμουν(α) | θα ρεύομαι | να ρεύομαι | ||
β' ενικ. | ρεύεσαι | ρευόσουν(α) | θα ρεύεσαι | να ρεύεσαι | (ρεύου) | |
γ' ενικ. | ρεύεται | ρευόταν(ε) | θα ρεύεται | να ρεύεται | ||
α' πληθ. | ρευόμαστε | ρευόμαστε ρευόμασταν |
θα ρευόμαστε | να ρευόμαστε | ||
β' πληθ. | ρεύεστε | ρευόσαστε ρευόσασταν |
θα ρεύεστε | να ρεύεστε | (ρεύεστε) | |
γ' πληθ. | ρεύονται | ρεύονταν ρευόντουσαν |
θα ρεύονται | να ρεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ρεύτηκα | θα ρευτώ | να ρευτώ | ρευτεί | ||
β' ενικ. | ρεύτηκες | θα ρευτείς | να ρευτείς | ρέψου | ||
γ' ενικ. | ρεύτηκε | θα ρευτεί | να ρευτεί | |||
α' πληθ. | ρευτήκαμε | θα ρευτούμε | να ρευτούμε | |||
β' πληθ. | ρευτήκατε | θα ρευτείτε | να ρευτείτε | ρευτείτε | ||
γ' πληθ. | ρεύτηκαν ρευτήκαν(ε) |
θα ρευτούν(ε) | να ρευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ρευτεί | είχα ρευτεί | θα έχω ρευτεί | να έχω ρευτεί | ρεμένος | |
β' ενικ. | έχεις ρευτεί | είχες ρευτεί | θα έχεις ρευτεί | να έχεις ρευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει ρευτεί | είχε ρευτεί | θα έχει ρευτεί | να έχει ρευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ρευτεί | είχαμε ρευτεί | θα έχουμε ρευτεί | να έχουμε ρευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε ρευτεί | είχατε ρευτεί | θα έχετε ρευτεί | να έχετε ρευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ρευτεί | είχαν ρευτεί | θα έχουν ρευτεί | να έχουν ρευτεί |