Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρεύομαι < αρχαία ελληνική ἐρεύγομαι

  Ρήμα επεξεργασία

ρεύομαι, πρτ.: ρευόμουν, στ.μέλλ.: θα ρευτώ, αόρ.: ρεύτηκα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία