Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπούμα οι μπούμες
      γενική της μπούμας
    αιτιατική την μπούμα τις μπούμες
     κλητική μπούμα μπούμες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπούμα < (άμεσο δάνειο) ιταλική boma

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπούμα θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος) τραπεζοειδές πανί, το τελευταίο πανί προς την πρύμνη
     συνώνυμα: επίδρομος (λόγιο)
  2. ηλεκτροκίνητος περιστροφικός γερανός με βελόνι

  Μεταφράσεις επεξεργασία