μπούμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπούμα | οι | μπούμες |
γενική | της | μπούμας | — | |
αιτιατική | την | μπούμα | τις | μπούμες |
κλητική | μπούμα | μπούμες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπούμα < (άμεσο δάνειο) ιταλική boma
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπούμα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) τραπεζοειδές πανί, το τελευταίο πανί προς την πρύμνη
- ηλεκτροκίνητος περιστροφικός γερανός με βελόνι
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπούμα
|