μιναρές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μιναρές | οι | μιναρέδες |
γενική | του | μιναρέ | των | μιναρέδων |
αιτιατική | τον | μιναρέ | τους | μιναρέδες |
κλητική | μιναρέ | μιναρέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μιναρές < (άμεσο δάνειο) τουρκική minare + -ς < αραβική (manāra)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μιναρές αρσενικό
- (ισλαμισμός) πύργος τζαμιού που παραδοσιακά χρησιμοποιείται για το εζάν, το κάλεσμα προσευχής