Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μιναρές οι μιναρέδες
      γενική του μιναρέ των μιναρέδων
    αιτιατική τον μιναρέ τους μιναρέδες
     κλητική μιναρέ μιναρέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μιναρές < (άμεσο δάνειο) τουρκική minare + < αραβική (manāra)
 
Μιναρές με μεγάφωνα τοποθετημένα περιμετρικά.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mi.naˈɾes/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μιναρές αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία