πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μιναρές οι μιναρέδες
      γενική του μιναρέ των μιναρέδων
    αιτιατική τον μιναρέ τους μιναρέδες
     κλητική μιναρέ μιναρέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μιναρές < (άμεσο δάνειο) τουρκική minare + < αραβική (manāra)
Μιναρές με μεγάφωνα τοποθετημένα περιμετρικά.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μιναρές αρσενικό

Μεταφράσεις

επεξεργασία