Δείτε επίσης: τζάμι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τζαμί τα τζαμιά
      γενική του τζαμιού των τζαμιών
    αιτιατική το τζαμί τα τζαμιά
     κλητική τζαμί τζαμιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
τζαμί

  Ετυμολογία επεξεργασία

τζαμί < (άμεσο δάνειο) τουρκική cami < αραβική جامع (cāmi)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /d͡zaˈmi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τζα‐μί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τζαμί ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία