moskeo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | moskeo | moskeoj |
αιτιατική | moskeon | moskeojn |
moskeo (eo)
- το τέμενος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | moskeo | moskeoj |
αιτιατική | moskeon | moskeojn |
moskeo (eo)