εζάν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εζάν < (άμεσο δάνειο) τουρκική ezan < οθωμανικά τουρκικά (ezân) < αραβικά (ʾazān, κάλεσμα για προσευχή)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εζάν ουδέτερο άκλιτο
- (ισλαμισμός) το κάλεσμα για προσευχή
Άλλες μορφές
επεξεργασία- αδδάν (κατά τα αραβικά)
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
αδδάν στη Βικιπαίδεια