Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εζάν < (άμεσο δάνειο) τουρκική ezan < οθωμανικά τουρκικά (ezân) < αραβικά (ʾazān‎, κάλεσμα για προσευχή)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εζάν ουδέτερο άκλιτο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία