Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λεβιές οι λεβιέδες
      γενική του λεβιέ των λεβιέδων
    αιτιατική τον λεβιέ τους λεβιέδες
     κλητική λεβιέ λεβιέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λεβιές < (άμεσο δάνειο) γαλλική levier + . Δείτε και το άκλιτο λεβιέ.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /leˈvʝes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λε‐βιές

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λεβιές αρσενικό

  1. (λαϊκότροπο) μορφή του άκλιτου λεβιέ
  2. (στρατιωτική αργκό) ο μαλάκας[1]
    → δείτε και τη λέξη πουτσολεβιές

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Νίκος Σαραντάκος, «Μικρό φανταρίστικο λεξικό (του 1985)», sarantakos.wordpress.com (22 Οκτωβρίου 2015), πρόσβαση: 2020-10-28, στην καταχώρηση της έκφρασης χάνω λάδια: όπως σημειώνεται, αναφέρεται στην ιδιαίτερη αργκό των φαντάρων οδηγών.