ζελεδάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζελεδάκι | τα | ζελεδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ζελεδάκι | τα | ζελεδάκια |
κλητική | ζελεδάκι | ζελεδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ζελεδάκι < ζελέ + υποκοριστικό επίθημα -άκι